δάμα

δάμα
(dama dama).Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών. Το σώμα της, ευκίνητο και κομψό, έχει μήκος 1,50 μ., ύψος στο ακρώμιο 0,80-1,10 μ. και ζυγίζει περίπου 85 κιλά. Το καλοκαίρι το τρίχωμα είναι κοντό, πυρόξανθο στις πλευρές και στη ράχη, με λευκά στίγματα στα νεαρά άτομα, ενώ στην κοιλιά και στο πίσω μέρος, ψηλά στους μηρούς, είναι λευκό· τον χειμώνα γίνεται πυκνό, μακρύ και σκούρο γκρίζο. Τα πόδια, αδύνατα και ισχυρά, καταλήγουν σε δύο δάχτυλα πολύ ανεπτυγμένα και εφοδιασμένα με οπλές· άλλα δύο υπάρχουν πίσω, λιγότερο ανεπτυγμένα, που δεν αγγίζουν το έδαφος. Το κεφάλι της δ. είναι μακρόστενο και έχει δύο ζωηρά μάτια και σχετικά μεγάλα αφτιά· η ουρά της είναι μακριά και φτάνει περίπου τα 20 εκ. Μόνο η αρσενική έχει κέρατα, τα οποία μετά το πέμπτο έτος διακλαδίζονται και στο άκρο τους σχηματίζεται μια πλατιά επιφάνεια σαν φτυάρι με 6-8 κορυφές. Εκτός από τα κέρατα, η αρσενική διακρίνεται και από μία αυλάκωση κάτω από τα μάτια μέσα στην οποία υπάρχει ένα λιπώδες υγρό από τους επάνω κυνόδοντες, που είναι αρκετά ανεπτυγμένοι, και από το περιλαίμιο του τριχώματος κάτω από τον λαιμό. Την άνοιξη η δ. τρέφεται με φύλλα και χλόη, ενώ τον χειμώνα ξεφλουδίζει τα νεαρά δέντρα. Το μηρυκαστικό αυτό κατάγεται από τις μεσογειακές περιοχές, απ’ όπου έχει εξαπλωθεί ακόμα και στον βορρά. Την κυνηγούν πάρα πολύ για την ωραία γούνα της, το κρέας και τα κέρατά της και θα είχε εξαφανιστεί αν τα τελευταία χρόνια δεν είχε προστατευτεί στα πάρκα και στα δάση σχεδόν ολόκληρης της Ευρώπης, όπου ζει σε μικρά κοπάδια. Η δάμα ζει σε μικρά κοπάδια στα πάρκα και στα δάση της Ευρώπης· αποτελεί προστατευόμενο είδος.
* * *
η
θηλαστικό μηρυκαστικό τής οικογένειας τών ελαφιδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δάμα — δάμᾱ , δαμάω pres imperat act 2nd sg δάμᾱ , δαμάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμᾶ — δαμάω pres subj act 1st sg (doric aeolic) δαμάω pres ind act 1st sg (doric aeolic) δαμάζω overpower fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμᾷ — δαμάω pres subj mp 2nd sg δαμάω pres ind mp 2nd sg (epic) δαμάω pres subj act 3rd sg δαμάω pres ind act 3rd sg (epic) δαμάζω overpower fut ind mid 2nd sg (epic) δαμάζω overpower fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμᾶι — δαμᾷ , δαμάω pres subj mp 2nd sg δαμᾷ , δαμάω pres ind mp 2nd sg (epic) δαμᾷ , δαμάω pres subj act 3rd sg δαμᾷ , δαμάω pres ind act 3rd sg (epic) δαμᾷ , δαμάζω overpower fut ind mid 2nd sg (epic) δαμᾷ , δαμάζω overpower fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμάσας — δαμά̱σᾱς , δαμάω pres part act fem acc pl (doric) δαμά̱σᾱς , δαμάω pres part act fem gen sg (doric) δαμά̱σᾱς , δαμάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δαμά̱σᾱς , δαμάζω overpower fut part act fem acc pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμάσαι — δαμά̱σᾱͅ , δαμάω pres part act fem dat sg (doric) δαμά̱σαῑ , δαμάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) δαμά̱σᾱͅ , δαμάζω overpower fut part act fem dat sg (doric) δαμάζω overpower aor inf act δαμάσαῑ , δαμάζω overpower aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμάσασ' — δαμά̱σᾱσα , δαμάω aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δαμά̱σᾱσι , δαμάω aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) δαμά̱σᾱσαι , δαμάω aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμασάντων — δαμᾱσάντων , δαμάω aor part act masc/neut gen pl (doric aeolic) δαμᾱσάντων , δαμάω aor imperat act 3rd pl (doric aeolic) δαμάζω overpower aor part act masc/neut gen pl δαμάζω overpower aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμᾶς — δαμᾶ̱ς , δαμάω pres ind act 2nd sg (doric) δαμᾶ̱ς , δαμάζω overpower fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμάσαντα — δαμά̱σαντα , δαμάω aor part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) δαμά̱σαντα , δαμάω aor part act masc acc sg (doric aeolic) δαμάζω overpower aor part act neut nom/voc/acc pl δαμάζω overpower aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”